- φρυγιστί
- Αεπίρρ.1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῑς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.)2. κατά την φρυγική διάλεκτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. λυδ-ιστί, μηδ-ιστί)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρυγιστί — in the Phrygian mode indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)